καλήμερος

καλήμερος
καλήμερος
bringing a fair day
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλήμερος — καλήμερος, ον (Α) αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολο ήμερος] …   Dictionary of Greek

  • BONUS Dies — additum olim diebus festis. Καλὰς enim ἡμέρας festos dies vocabant Graeci, Latini honos: unde numquam Saturnalia, Liberalia, Hilaria et eiusmodi alios dies festos, nominabant Veter. quin adderent, Bonum diem. Ut, Saturnalihus bonô die,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • μισοκαλήμερος — μισοκαλήμερος, ον (Α) 1. δύστροπος, ιδιότροπος 2. πλεονέκτης, αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + καλήμερος «αυτός που έχει καλές ημέρες, ευτυχής»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”